Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squàlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwalo]

το σκυλόψαρο, ο χαρκαρίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squallore squama  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

squalificato (αρσ. επίθ και ουσ)
squalificazione (θηλ.ουσ)
squallidezza (θηλ.ουσ)
squallido (επίθ.)
squallore (ουσ αρσ )
squalo (ουσ αρσ )
squama (θηλ.ουσ)
squamare (ρ. μτβ.)
squamato (ουσ αρσ )
squamatura (θηλ.ουσ)
squamiforme (επίθ.)
squamoso (αρσ. επίθ και ουσ)
squarciamento (ουσ αρσ )
squarciare (ρ. μτβ.)
squarciarsi (ρ.μ. (αντων.))
squarciatura (θηλ.ουσ)
squarcio (ουσ αρσ )
squartamento (ουσ αρσ )
squartare (ρ. μτβ.)
squartatoio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---