Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


squàdra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskwadra]

1 (gruppo di persone) η ομάδα
2 (strumento) το αλφάδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  squadernare squadrare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


squadra [θηλ.] mobile = το τμήμα άμεσης δράσης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sputasentenze (ουσ αρσ και θηλ.)
sputo (ουσ αρσ )
sputtanare (ρ. μτβ.)
sputtanarsi (ρ.μ. (αντων.))
squadernare (ρ. μτβ.)
squadra (θηλ.ουσ)
squadrare (ρ. μτβ.)
squadrato (επίθ.)
squadratore (ουσ αρσ )
squadratura (θηλ.ουσ)
squadriglia (θηλ.ουσ)
squadrismo (ουσ αρσ )
squadrista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
squadro (ουσ αρσ )
squadrone (ουσ αρσ )
squagliamento (ουσ αρσ )
squagliare (ρ. μτβ.)
squagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
squalifica (θηλ.ουσ)
squalificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---