Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspùto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsputo] 1 φλέμα 2 απόχρεμμα 3 ροχάλα 4 σάλιο 5 φλέγμα 6 φτύσμα 7 απόπτυσμα 8 πτύελο 9 φτυσιά 10 φτύσιμο 11 φτυσιματιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |