Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spurgàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spurˈgare]

1 καθαρίζω
2 ξεκαθαρίζω
3 εκβάλλω
4 εκκαθαρίζω
5 εξαγνίζω
6 αγνίζω
7 αποκαθαίρω

spurgarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spurˈgarsi]

1 βγάζω απόχρεμμα
2 φτύνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spunzecchiare spurgo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spuntino (ουσ αρσ )
spunto (ουσ αρσ )
spuntonata (θηλ.ουσ)
spuntone (ουσ αρσ )
spunzecchiare (ρ. μτβ.)
spurgare (ρ. μτβ.)
spurgarsi (ρ.μ. (αντων.))
spurgo (ουσ αρσ )
spurio (επίθ.)
sputacchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sputacchiera (θηλ.ουσ)
sputacchio (ουσ αρσ )
sputapepe (ουσ αρσ και θηλ.)
sputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sputasenno (ουσ αρσ και θηλ.)
sputasentenze (ουσ αρσ και θηλ.)
sputo (ουσ αρσ )
sputtanare (ρ. μτβ.)
sputtanarsi (ρ.μ. (αντων.))
squadernare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---