Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspùnto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspunto] το ερέθισμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprendere spunto = παίρνω ερέθισμα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |