Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spùrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈspurjo]

1 εξώγαμος
2 ψευδής
3 μούλικος
4 κλεψίγαμος
5 πλαστός
6 κίβδηλος
7 κάλπικος
8 νόθος
9 μπάσταρδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spurgo sputacchiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spuntone (ουσ αρσ )
spunzecchiare (ρ. μτβ.)
spurgare (ρ. μτβ.)
spurgarsi (ρ.μ. (αντων.))
spurgo (ουσ αρσ )
spurio (επίθ.)
sputacchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sputacchiera (θηλ.ουσ)
sputacchio (ουσ αρσ )
sputapepe (ουσ αρσ και θηλ.)
sputare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sputasenno (ουσ αρσ και θηλ.)
sputasentenze (ουσ αρσ και θηλ.)
sputo (ουσ αρσ )
sputtanare (ρ. μτβ.)
sputtanarsi (ρ.μ. (αντων.))
squadernare (ρ. μτβ.)
squadra (θηλ.ουσ)
squadrare (ρ. μτβ.)
squadrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---