Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspunzecchiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spuntsekˈkjare] 1 τσιμπώ 2 πειράζω 3 κουρντίζω (μεταφορικά) 4 αγκυλώνω 5 βελονιάζω 6 κεντρίζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |