Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spugnosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spuɲɲosiˈta]

ιδιότητα του σπογγώδους


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spugnolo spugnoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spugnare (ρ. μτβ.)
spugnata (θηλ.ουσ)
spugnatura (θηλ.ουσ)
spugnola (θηλ.ουσ)
spugnolo (ουσ αρσ )
spugnosità (θηλ.ουσ)
spugnoso (επίθ.)
spulare (ρ. μτβ.)
spulatura (θηλ.ουσ)
spulciare (ρ. μτβ.)
spulciatura (θηλ.ουσ)
spuma (θηλ.ουσ)
spumante (ουσ αρσ )
spumante (επίθ.)
spumare (ρ.αμτβ.)
spumeggiante (επίθ.)
spumeggiare (ρ.αμτβ.)
spumone (ουσ αρσ )
spumosità (θηλ.ουσ)
spumoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---