ItalianoGreco


sprùzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspruttso]

1 πίδακας ατμών ή σταγονιδίων υγρού
2 μπογιά ή εντομοκτόνο σε σπρέι
3 αφρός νερού από κύμα ή σιντριβάνι
4 πιτσίλα
5 κατάβρεγμα
6 σπρέι
7 ραντισμός
8 ψεκασμός
9 ράντισμα
10 καταιονισμός
11 καταιόνηση
12 πιτσίλισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---