Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spropositàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spropoziˈtare]

1 λέω βλακείες
2 κάνω λάθος από άγνοια ή βλακεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sproporzione spropositatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sproporzionalità (θηλ.ουσ)
sproporzionare (ρ. μτβ.)
sproporzionatamente (επίρ.)
sproporzionato (επίθ.)
sproporzione (θηλ.ουσ)
spropositare (ρ.αμτβ.)
spropositatamente (επίρ.)
spropositato (επίθ.)
sproposito (ουσ αρσ )
spropriare (ρ. μτβ.)
spropriazione (θηλ.ουσ)
sproprio (ουσ αρσ )
sprovincializzare (ρ. μτβ.)
sprovincializzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprovvedere (ρ. μτβ.)
sprovvedersi (ρ. μ. αμτβ.)
sprovvedutezza (θηλ.ουσ)
sprovveduto (ουσ αρσ )
sprovvisto (επίθ.)
sprue (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---