Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprofóndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sproˈfondo]

1 αγεφύρωτο χάσμα
2 χάσμα
3 άβυσσος
4 βάραθρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprofondato sproloquiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sprocco (ουσ αρσ )
sprofondamento (ουσ αρσ )
sprofondare (ρ.αμτβ.)
sprofondarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprofondato (επίθ.)
sprofondo (ουσ αρσ )
sproloquiare (ρ.αμτβ.)
sproloquio (ουσ αρσ )
spromettere (ρ. μτβ.)
spronare (ρ. μτβ.)
spronata (θηλ.ουσ)
sprone (ουσ αρσ )
sproporzionale (επίθ.)
sproporzionalità (θηλ.ουσ)
sproporzionare (ρ. μτβ.)
sproporzionatamente (επίρ.)
sproporzionato (επίθ.)
sproporzione (θηλ.ουσ)
spropositare (ρ.αμτβ.)
spropositatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---