Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sprezzatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sprettsaˈtura]

1 ταπείνωση
2 μελετημένη αφροντισιά στο ντύσιμο
3 αδιαφορία στο ντύσιμο
4 προσβλητική αδιαφορία
5 περιφρόνηση
6 καταφρόνηση
7 καταφρόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprezzatore sprezzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spretato (επίθ.)
sprezzante (επίθ.)
sprezzantemente (επίρ.)
sprezzare (ρ. μτβ.)
sprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sprezzatura (θηλ.ουσ)
sprezzo (ουσ αρσ )
sprigionamento (ουσ αρσ )
sprigionare (ρ. μτβ.)
sprigionarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprimacciare (ρ. μτβ.)
sprimacciata (θηλ.ουσ)
sprint (ουσ αρσ και θηλ.)
sprintare (ρ.αμτβ.)
sprizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sprizzo (ουσ αρσ )
sprocco (ουσ αρσ )
sprofondamento (ουσ αρσ )
sprofondare (ρ.αμτβ.)
sprofondarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---