Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspretàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spreˈtato] 1 ξυρισμένος παπάς 2 αποσχηματισμένος παπάς spretàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spreˈtato] αποσχηματισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |