Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spretàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [spreˈtato]

1 ξυρισμένος παπάς
2 αποσχηματισμένος παπάς

spretàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spreˈtato]

αποσχηματισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spretarsi sprezzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spremitore (επίθ.)
spremitura (θηλ.ουσ)
spremuta (θηλ.ουσ)
spremuto (επίθ.)
spretarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spretato (ουσ αρσ )
spretato (επίθ.)
sprezzante (επίθ.)
sprezzantemente (επίρ.)
sprezzare (ρ. μτβ.)
sprezzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sprezzatura (θηλ.ουσ)
sprezzo (ουσ αρσ )
sprigionamento (ουσ αρσ )
sprigionare (ρ. μτβ.)
sprigionarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprimacciare (ρ. μτβ.)
sprimacciata (θηλ.ουσ)
sprint (ουσ αρσ και θηλ.)
sprintare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---