Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspremitóio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [spremiˈtojo] 1 διάταξη σφιξίματος 2 συσκευή στυψίματος 3 συμπιέζων 4 ασκών πολιτική λιτότητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |