Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spregiudicataménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [spreʤudikataˈmente]

1 αντικειμενικά
2 αδίστακτα
3 ανεπηρέαστα
4 χωρίς προκατάληψη
5 αμερόληπτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spregiudicarsi spregiudicatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spregiare (ρ. μτβ.)
spregiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
spregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spregio (ουσ αρσ )
spregiudicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spregiudicatamente (επίρ.)
spregiudicatezza (θηλ.ουσ)
spregiudicato (ουσ αρσ )
spregiudicato (επίθ.)
spremere (ρ. μτβ.)
spremiagrumi (ουσ αρσ )
spremifrutta (ουσ αρσ )
spremilimoni (ουσ αρσ )
spremitoio (ουσ αρσ )
spremitore (ουσ αρσ )
spremitore (επίθ.)
spremitura (θηλ.ουσ)
spremuta (θηλ.ουσ)
spremuto (επίθ.)
spretarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---