Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spray  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspraj]

1 συσκευή ραντίσματος
2 ψεκαστήρας
3 βαποριζατέρ
4 σπρέι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sprangatura sprazzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)
spray (αρσ. επίθ και ουσ)
sprazzo (ουσ αρσ )
sprecare (ρ. μτβ.)
sprecarsi (ρ.μ. (αντων.))
sprecato (επίθ.)
spreco (ουσ αρσ )
sprecone (αρσ. επίθ και ουσ)
spregevole (επίθ.)
spregevolmente (επίρ.)
spregiare (ρ. μτβ.)
spregiativo (αρσ. επίθ και ουσ)
spregiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
spregio (ουσ αρσ )
spregiudicarsi (ρ.μ. (αντων.))
spregiudicatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---