Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spossàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sposˈsato]

1 κατακουρασμένος
2 κομμένος
3 αποκαμωμένος
4 ξεθεωμένος
5 κατάκοπος
6 καταπονημένος
7 εξαντλημένος
8 αποσταμένος
9 κουρασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spossatezza spossessamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)
spossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostamento (ουσ αρσ )
spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)
spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)
spray (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---