Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspossàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sposˈsato] 1 κατακουρασμένος 2 κομμένος 3 αποκαμωμένος 4 ξεθεωμένος 5 κατάκοπος 6 καταπονημένος 7 εξαντλημένος 8 αποσταμένος 9 κουρασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |