Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspossessàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [spossesˈsare] 1 εκθρονίζω 2 καθαιρώ 3 στερώ από εξουσία 4 παύω (από αξίωμα) 5 απεκδύω 6 κάνω έξωση 7 αποστερώ 8 αφαιρώ spossessàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [spossesˈsarsi] στερούμαι από κάτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |