Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spossatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spossaˈtettsa]

1 εξάντληση
2 μπαΐλντισμα
3 κάματος
4 κόπος
5 ξεπάτωμα
6 σκότωμα (από την κούραση)
7 μπάφιασμα
8 ξεβίδωμα
9 καταπόνηση
10 τσάκισμα
11 κούραση
12 κόπωση
13 λαθράκιασμα
14 κομμάρα
15 απόσταμα
16 βαλάντωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spossarsi spossato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)
spossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostamento (ουσ αρσ )
spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)
spostatura (θηλ.ουσ)
spot (ουσ αρσ )
spranga (θηλ.ουσ)
sprangare (ρ. μτβ.)
sprangatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---