Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sposàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [spoˈzato]

παντρεμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sposarsi sposo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporulazione (θηλ.ουσ)
sposa (θηλ.ουσ)
sposalizio (αρσ. επίθ και ουσ)
sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)
spossessarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostamento (ουσ αρσ )
spostare (ρ. μτβ.)
spostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
spostato (ουσ αρσ )
spostato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---