Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspòso, spóso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔzo], [ˈsposo] ο γαμπρός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgli sposi [αρσ. πλυθ.] = οι νεόνυμφοι [m.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |