Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spòrula  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔrula]

1 σπόρος
2 σπόριο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporto sporulazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sportivamente (επίρ.)
sportività (θηλ.ουσ)
sportivo (ουσ αρσ )
sportivo (επίθ.)
sporto (αρσ. επίθ και ουσ)
sporula (θηλ.ουσ)
sporulazione (θηλ.ουσ)
sposa (θηλ.ουσ)
sposalizio (αρσ. επίθ και ουσ)
sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)
spossato (επίθ.)
spossessamento (ουσ αρσ )
spossessare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---