Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sportìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sporˈtivo]

1 σπόρτσμαν
2 φίλαθλος
3 αθλητικός άντρας

sportìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sporˈtivo]

αθλητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sportività sporto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


articoli [αρσ. πλυθ.] sportivi = τα αθλητικά είδη || campo [αρσ.] sportivo = το γήπεδο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sportellista (ουσ αρσ και θηλ.)
sportello (ουσ αρσ )
sportiva (θηλ.ουσ)
sportivamente (επίρ.)
sportività (θηλ.ουσ)
sportivo (ουσ αρσ )
sportivo (επίθ.)
sporto (αρσ. επίθ και ουσ)
sporula (θηλ.ουσ)
sporulazione (θηλ.ουσ)
sposa (θηλ.ουσ)
sposalizio (αρσ. επίθ και ουσ)
sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))
spossatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---