Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sportività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sportiviˈta]

1 αθλητική καλή συμπεριφορά
2 ιπποτική συμπεριφορά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sportivamente sportivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporta (θηλ.ουσ)
sportellista (ουσ αρσ και θηλ.)
sportello (ουσ αρσ )
sportiva (θηλ.ουσ)
sportivamente (επίρ.)
sportività (θηλ.ουσ)
sportivo (ουσ αρσ )
sportivo (επίθ.)
sporto (αρσ. επίθ και ουσ)
sporula (θηλ.ουσ)
sporulazione (θηλ.ουσ)
sposa (θηλ.ουσ)
sposalizio (αρσ. επίθ και ουσ)
sposare (ρ. μτβ.)
sposarsi (ρ.μ. (αντων.))
sposato (αρσ. επίθ και ουσ)
sposo (ουσ αρσ )
spossante (επίθ.)
spossare (ρ. μτβ.)
spossarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---