Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsportìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sporˈtiva] 1 φίλαθλη 2 γυναίκα ιπποτικά αγωνιζόμενη 3 αθλούμενη γυναίκα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |