Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspòrt
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔrt] το σπορ, ο αθλητισμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpalazzo [αρσ.] dello sport = το αθλητικό στάδιο || sport [αρσ. άκλ.] acquatici [πλυθ.] = τα θαλάσσια σπορ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |