Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsporìfero
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [spoˈrifero] 1 φέρων ή παράγων σπόρια 2 σπορογόνος 3 σποροφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |