Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [spoˈrifero]

1 φέρων ή παράγων σπόρια
2 σπορογόνος
3 σποροφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporidio sporoblasto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporgenza (θηλ.ουσ)
sporgere (ρ.αμτβ.)
sporgere (ρ. μτβ.)
sporgersi (ρ.μ. (αντων.))
sporidio (ουσ αρσ )
sporifero (επίθ.)
sporoblasto (ουσ αρσ )
sporocarpo (ουσ αρσ )
sporofillo (ουσ αρσ )
sporofito (ουσ αρσ )
sporogenesi (θηλ.ουσ)
sporogeno (επίθ.)
sporogonia (θηλ.ουσ)
sporogonio (ουσ αρσ )
sporologia (θηλ.ουσ)
sporozoi (ουσ αρσ πληθ.)
sport (αρσ. επίθ και ουσ)
sporta (θηλ.ουσ)
sportellista (ουσ αρσ και θηλ.)
sportello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---