Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsporgènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sporˈʤɛntsa] 1 ότι εξέχει 2 έπαρμα 3 απόφυση 4 άκρο 5 προεξοχή 6 προβολή 7 προεκβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |