Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporgènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sporˈʤɛntsa]

1 ότι εξέχει
2 έπαρμα
3 απόφυση
4 άκρο
5 προεξοχή
6 προβολή
7 προεκβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporgente sporgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporcare (ρ. μτβ.)
sporcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sporcizia (θηλ.ουσ)
sporco (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgente (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgenza (θηλ.ουσ)
sporgere (ρ.αμτβ.)
sporgere (ρ. μτβ.)
sporgersi (ρ.μ. (αντων.))
sporidio (ουσ αρσ )
sporifero (επίθ.)
sporoblasto (ουσ αρσ )
sporocarpo (ουσ αρσ )
sporofillo (ουσ αρσ )
sporofito (ουσ αρσ )
sporogenesi (θηλ.ουσ)
sporogeno (επίθ.)
sporogonia (θηλ.ουσ)
sporogonio (ουσ αρσ )
sporologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---