Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sporˈkare]

λερώνω, βρωμίζω

sporcàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sporˈkarsi]

βρωμίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporcamente sporcizia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporangio (ουσ αρσ )
sporangiospora (θηλ.ουσ)
sporcacciona (θηλ.ουσ)
sporcaccione (ουσ αρσ )
sporcamente (επίρ.)
sporcare (ρ. μτβ.)
sporcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sporcizia (θηλ.ουσ)
sporco (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgente (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgenza (θηλ.ουσ)
sporgere (ρ.αμτβ.)
sporgere (ρ. μτβ.)
sporgersi (ρ.μ. (αντων.))
sporidio (ουσ αρσ )
sporifero (επίθ.)
sporoblasto (ουσ αρσ )
sporocarpo (ουσ αρσ )
sporofillo (ουσ αρσ )
sporofito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---