Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsporcàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sporˈkare] λερώνω, βρωμίζω sporcàrsi ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [sporˈkarsi] βρωμίζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |