Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporcaccióna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sporkatˈʧona]

1 πουτάνα
2 βρωμιάρα γυναίκα
3 τσούλα
4 ανήθικη γυναίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporangiospora sporcaccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporadicamente (επίρ.)
sporadicità (θηλ.ουσ)
sporadico (επίθ.)
sporangio (ουσ αρσ )
sporangiospora (θηλ.ουσ)
sporcacciona (θηλ.ουσ)
sporcaccione (ουσ αρσ )
sporcamente (επίρ.)
sporcare (ρ. μτβ.)
sporcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sporcizia (θηλ.ουσ)
sporco (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgente (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgenza (θηλ.ουσ)
sporgere (ρ.αμτβ.)
sporgere (ρ. μτβ.)
sporgersi (ρ.μ. (αντων.))
sporidio (ουσ αρσ )
sporifero (επίθ.)
sporoblasto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---