Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspòrco
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔrko] ακάθαρτος (-η, -ο), λερωμένος (-η, -ο), βρωνερός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαi panni [αρσ. πλυθ.] sporchi = τα άπλυτα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |