Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspòrgere
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔrʤere] 1 επίκειμαι 2 κρέμομαι από πάνω 3 επικρέμαμαι spòrgere ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔrʤere] 1 προεξέχω 2 προέχω 3 υποβάλλω 4 εξέχω 5 προβάλλω 6 προεκβάλλω sporgersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈspɔrʤersi] προεξέχω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |