Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporgènte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sporˈʤɛnte]

προεξέχων (-ουσα, -ον)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporco sporgenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sporcamente (επίρ.)
sporcare (ρ. μτβ.)
sporcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sporcizia (θηλ.ουσ)
sporco (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgente (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgenza (θηλ.ουσ)
sporgere (ρ.αμτβ.)
sporgere (ρ. μτβ.)
sporgersi (ρ.μ. (αντων.))
sporidio (ουσ αρσ )
sporifero (επίθ.)
sporoblasto (ουσ αρσ )
sporocarpo (ουσ αρσ )
sporofillo (ουσ αρσ )
sporofito (ουσ αρσ )
sporogenesi (θηλ.ουσ)
sporogeno (επίθ.)
sporogonia (θηλ.ουσ)
sporogonio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---