Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsporcaccióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sporkatˈʧone] 1 κατσίβελος 2 ακάθαρτος άνθρωπος 3 βρωμιάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |