Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sporadicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sporadiʧiˈta]

σποραδικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sporadicamente sporadico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spoppare (ρ. μτβ.)
spoppatura (θηλ.ουσ)
spora (θηλ.ουσ)
sporadi (θηλ. ουσ πληθ.)
sporadicamente (επίρ.)
sporadicità (θηλ.ουσ)
sporadico (επίθ.)
sporangio (ουσ αρσ )
sporangiospora (θηλ.ουσ)
sporcacciona (θηλ.ουσ)
sporcaccione (ουσ αρσ )
sporcamente (επίρ.)
sporcare (ρ. μτβ.)
sporcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sporcizia (θηλ.ουσ)
sporco (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgente (αρσ. επίθ και ουσ)
sporgenza (θηλ.ουσ)
sporgere (ρ.αμτβ.)
sporgere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---