Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spoppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spopˈpare]

1 αποκόβω
2 απογαλακτίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spopolazione spoppatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spopolare (ρ.αμτβ.)
spopolare (ρ. μτβ.)
spopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spopolato (επίθ.)
spopolazione (θηλ.ουσ)
spoppare (ρ. μτβ.)
spoppatura (θηλ.ουσ)
spora (θηλ.ουσ)
sporadi (θηλ. ουσ πληθ.)
sporadicamente (επίρ.)
sporadicità (θηλ.ουσ)
sporadico (επίθ.)
sporangio (ουσ αρσ )
sporangiospora (θηλ.ουσ)
sporcacciona (θηλ.ουσ)
sporcaccione (ουσ αρσ )
sporcamente (επίρ.)
sporcare (ρ. μτβ.)
sporcarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
sporcizia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---