Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spopolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [spopoˈlare]

τραβώ τα πλήθη

spopolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [spopoˈlare]

ερημώνω (από τον πληθυσμό)

spopolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [spopoˈlarsi]

1 χάνω τον πληθυσμό μου
2 ερημώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spopolamento spopolato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spontaneamente (επίρ.)
spontaneismo (ουσ αρσ )
spontaneità (θηλ.ουσ)
spontaneo (επίθ.)
spopolamento (ουσ αρσ )
spopolare (ρ.αμτβ.)
spopolare (ρ. μτβ.)
spopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spopolato (επίθ.)
spopolazione (θηλ.ουσ)
spoppare (ρ. μτβ.)
spoppatura (θηλ.ουσ)
spora (θηλ.ουσ)
sporadi (θηλ. ουσ πληθ.)
sporadicamente (επίρ.)
sporadicità (θηλ.ουσ)
sporadico (επίθ.)
sporangio (ουσ αρσ )
sporangiospora (θηλ.ουσ)
sporcacciona (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---