Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spontàneo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sponˈtaneo]

αυθόρμητος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spontaneità spopolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sponsali (ουσ αρσ πληθ.)
sponsorizzare (ρ. μτβ.)
spontaneamente (επίρ.)
spontaneismo (ουσ αρσ )
spontaneità (θηλ.ουσ)
spontaneo (επίθ.)
spopolamento (ουσ αρσ )
spopolare (ρ.αμτβ.)
spopolare (ρ. μτβ.)
spopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spopolato (επίθ.)
spopolazione (θηλ.ουσ)
spoppare (ρ. μτβ.)
spoppatura (θηλ.ουσ)
spora (θηλ.ουσ)
sporadi (θηλ. ουσ πληθ.)
sporadicamente (επίρ.)
sporadicità (θηλ.ουσ)
sporadico (επίθ.)
sporangio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---