Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsponsorizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [sponsoridˈdzare] 1 γίνομαι υποστηρικτής προσπάθειας 2 πληρώνω κόστος (έργου) διαφημιζόμενος 3 αναλαμβάνω έργο 4 γίνομαι ανάδοχος (σπόνσορ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |