Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sponsorizzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sponsoridˈdzare]

1 γίνομαι υποστηρικτής προσπάθειας
2 πληρώνω κόστος (έργου) διαφημιζόμενος
3 αναλαμβάνω έργο
4 γίνομαι ανάδοχος (σπόνσορ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sponsali spontaneamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spondilosi (θηλ.ουσ)
spongina (θηλ.ουσ)
sponsale (ουσ αρσ )
sponsale (επίθ.)
sponsali (ουσ αρσ πληθ.)
sponsorizzare (ρ. μτβ.)
spontaneamente (επίρ.)
spontaneismo (ουσ αρσ )
spontaneità (θηλ.ουσ)
spontaneo (επίθ.)
spopolamento (ουσ αρσ )
spopolare (ρ.αμτβ.)
spopolare (ρ. μτβ.)
spopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spopolato (επίθ.)
spopolazione (θηλ.ουσ)
spoppare (ρ. μτβ.)
spoppatura (θηλ.ουσ)
spora (θηλ.ουσ)
sporadi (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---