Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


spondilòsi  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [spondiˈlɔzi]

σπονδύλωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  spondilo spongina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sponderola (θηλ.ουσ)
sponderuola (θηλ.ουσ)
spondilartrite (θηλ.ουσ)
spondilite (θηλ.ουσ)
spondilo (ουσ αρσ )
spondilosi (θηλ.ουσ)
spongina (θηλ.ουσ)
sponsale (ουσ αρσ )
sponsale (επίθ.)
sponsali (ουσ αρσ πληθ.)
sponsorizzare (ρ. μτβ.)
spontaneamente (επίρ.)
spontaneismo (ουσ αρσ )
spontaneità (θηλ.ουσ)
spontaneo (επίθ.)
spopolamento (ουσ αρσ )
spopolare (ρ.αμτβ.)
spopolare (ρ. μτβ.)
spopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spopolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---