Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόspontaneità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [spontaneiˈta] 1 αυτενέργεια 2 αυθορμητισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |