Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sponsàli  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [sponˈsali]

1 μνηστεία
2 υπόσχεση γάμου με λόγο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sponsale sponsorizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

spondilo (ουσ αρσ )
spondilosi (θηλ.ουσ)
spongina (θηλ.ουσ)
sponsale (ουσ αρσ )
sponsale (επίθ.)
sponsali (ουσ αρσ πληθ.)
sponsorizzare (ρ. μτβ.)
spontaneamente (επίρ.)
spontaneismo (ουσ αρσ )
spontaneità (θηλ.ουσ)
spontaneo (επίθ.)
spopolamento (ουσ αρσ )
spopolare (ρ.αμτβ.)
spopolare (ρ. μτβ.)
spopolarsi (ρ.μ. (αντων.))
spopolato (επίθ.)
spopolazione (θηλ.ουσ)
spoppare (ρ. μτβ.)
spoppatura (θηλ.ουσ)
spora (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---