Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

infruttuosità (θηλ.ουσ) ingàggio (ουσ αρσ )
infruttuóso (επίθ.) ingagliardìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infundìbolo (ουσ αρσ ) ingagliardirsi (ρ.μ. (αντων.))
infundibulifórme (επίθ.) ingalluzzìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
infunghìre (ρ.αμτβ.) ingalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
infungìbile (επίθ.) ingannàbile (επίθ.)
infungibilità (θηλ.ουσ) ingannàre (ρ. μτβ.)
infuocàre (ρ. μτβ.) ingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
infuòri (επίρ.) ingannatóre (ουσ αρσ )
infurbìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ingannatóre (επίθ.)
infurbìrsi (ρ. μ. αμτβ.) ingannévole (επίθ.)
infuriàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ingànno (ουσ αρσ )
infuriarsi (ρ.μ. (αντων.)) ingarbugliàre (ρ. μτβ.)
infuriàto (επίθ.) ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
infusìbile (επίθ.) ingarbugliàto (επίθ.)
infusibilità (θηλ.ουσ) ingavonàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
infusióne (θηλ.ουσ) ingegnàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
infùso (αρσ. επίθ και ουσ) ingegnère (ουσ αρσ )
infusòri (ουσ αρσ πληθ.) ingegnerìa (θηλ.ουσ)
infustìre (ρ. μτβ.) ingégno (ουσ αρσ )
ingabbiaménto (ουσ αρσ ) ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingabbiàre (ρ. μτβ.) ingegnóso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingabbiatùra (θηλ.ουσ) ingelosìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingaggiàre (ρ. μτβ.) ingelosirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingaggiatóre (ουσ αρσ ) ingemmaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: