Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingannatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ingannaˈtore]

1 απατεώνας
2 αγύρτης
3 κομπιναδόρος
4 αεριτζής

ingannatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ingannaˈtore]

1 παραπλανητικός
2 απατηλός
3 δολερός
4 δόλιος
5 επίβουλος
6 καταδολιευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingannarsi ingannevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingalluzzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingalluzzirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannabile (επίθ.)
ingannare (ρ. μτβ.)
ingannarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingannatore (ουσ αρσ )
ingannatore (επίθ.)
ingannevole (επίθ.)
inganno (ουσ αρσ )
ingarbugliare (ρ. μτβ.)
ingarbugliarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingarbugliato (επίθ.)
ingavonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingegnere (ουσ αρσ )
ingegneria (θηλ.ουσ)
ingegno (ουσ αρσ )
ingegnosità (θηλ.ουσ)
ingegnoso (αρσ. επίθ και ουσ)
ingelosire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---