Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingànno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈganno] η απάτη, ο δόλος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtrarre in inganno = παραπλανώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |