Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingemmàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [inʤemˈmare] στολίζω με κοσμήματα ingemmarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inʤemˈmarsi] 1 στολίζομαι με κοσμήματα 2 μπουμπουκιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |