Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingentiliménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤentiliˈmento]

1 εκλέπτυνση
2 λεπτότητα
3 εξευγενισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingente ingentilire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenerosità (θηλ.ουσ)
ingeneroso (επίθ.)
ingenito (επίθ.)
ingente (επίθ.)
ingentilimento (ουσ αρσ )
ingentilire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingentilirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingenua (θηλ.ουσ)
ingenuità (θηλ.ουσ)
ingenuo (ουσ αρσ )
ingenuo (επίθ.)
ingerenza (θηλ.ουσ)
ingerimento (ουσ αρσ )
ingerire (ρ. μτβ.)
ingerirsi (ρ. μ. αμτβ.)
ingessare (ρ. μτβ.)
ingessato (επίθ.)
ingessatura (θηλ.ουσ)
ingestione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---