Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingentiliménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inʤentiliˈmento] 1 εκλέπτυνση 2 λεπτότητα 3 εξευγενισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |