Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόingessàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inʤesˈsato] στο γύψο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere una gamba ingessata = έχω το πόδι στο γύψο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |