Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ingiallìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inʤalˈlire]

1 κιτρινίζω
2 πανιάζω

ingiallìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inʤalˈlire]

1 βάφω κίτρινο
2 κάνω κάτι κίτρινο

ingiallirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inʤalˈlirsi]

1 πανιάζω
2 κιτρινίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ingiallimento ingiallito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inghiottire (ρ. μτβ.)
inghiottitoio (ουσ αρσ )
inghippo (ουσ αρσ )
inghirlandare (ρ. μτβ.)
ingiallimento (ουσ αρσ )
ingiallire (ρ.αμτβ.)
ingiallire (ρ. μτβ.)
ingiallirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiallito (επίθ.)
ingigantire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingigantirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingigliare (ρ. μτβ.)
inginocchiamento (ουσ αρσ )
inginocchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inginocchiato (επίθ.)
inginocchiatoio (ουσ αρσ )
ingioiellare (ρ. μτβ.)
ingioiellarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingioiellato (επίθ.)
ingiù (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---