Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inginocchiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inʤinokˈkjato]

1 γονάτισμα
2 γονυκλισία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inginocchiarsi inginocchiatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ingigantire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ingigantirsi (ρ.μ. (αντων.))
ingigliare (ρ. μτβ.)
inginocchiamento (ουσ αρσ )
inginocchiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
inginocchiato (επίθ.)
inginocchiatoio (ουσ αρσ )
ingioiellare (ρ. μτβ.)
ingioiellarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingioiellato (επίθ.)
ingiù (επίθ.)
ingiudicato (επίθ.)
ingiungere (ρ. μτβ.)
ingiuntivo (αρσ. επίθ και ουσ)
ingiunzione (θηλ.ουσ)
ingiuria (θηλ.ουσ)
ingiuriare (ρ. μτβ.)
ingiuriarsi (ρ.μ. (αντων.))
ingiurioso (επίθ.)
ingiustificabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---